-
1 delegasyon
αποστολή, επιτροπή -
2 gönderiliş
αποστολή -
3 gönderme
αποστολή, στήλσιμο -
4 sevketme
αποστολή, μεταφορά -
5 sevkiyat
αποστολή, μεταφορά, μεταγωγή -
6 yollama
αποστολή, στάλσιμο, ταχοδρόμηση -
7 envoi
αποστολή -
8 zásilka
αποστολή -
9 mission
αποστολή -
10 shipment
αποστολή -
11 wysyłka
αποστολή -
12 экспедиция
-и θ.1. αποστολή•экспедиция грузов αποστολή φορτίων•
экспедиция посылок αποστολή δεμάτων.
2. αποστολή ομάδας ανθρώπων (για κάποιο σκοπό)•полярная экспедиция αποστολή στον πόλο•
научная экспедиция επιστημονική αποστολή•
карательная экспедиция εκκαθαριστική αποστολή (επιχείρηση).
3. ίδρυμα ή τμήμα αυτού• γραφείο. -
13 миссия
-и θ.1. αποστολή•трудная миссия δύσκολη αποστολή.
2. καθήκον (για εκτέλεση έργου).3. αντιπρόσωποι•торговая миссия εμπορική αποστολή•
военная миссия στρατιωτική αποστολή.
4. οργάνωση ιεραποστολική•папская миссия η παπική αποστολή.
-
14 миссия
миссия ж 1) (поручение) η αποστολή, η εντολή 2) (делегация) η αποστολή, η αντιπροσωπεία 3) (представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία* * *ж1) ( поручение) η αποστολή, η εντολή2) ( делегация) αποστολή, η αντιπροσωπεία3) ( представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία -
15 экспедиция
экспедиция ж η αποστολή; научная \экспедиция η επιστημονική αποστολή* * *жη αποστολήнау́чная экспеди́ция — η επιστημονική αποστολή
-
16 задание
-я ουδ.καθήκο, έργο υποχρεωτικό•производственное задание παραγωγικό καθήκο•
выполнять задание εκπληρώνω το ανατεθέν έργο•
плановое задание έργο προβλεπόμενο από το πλάνο.
|| εργασία, δουλειά•домашнее задание учеников σπιτική εργασία των μαθητών.
|| παραγγελία, εντολή-υποχρέωση. || αποστολή•боевое задание αποστολή μάχης•
особое задание ειδική αποστολή•
сменное задание δουλειά για μια βάρδια•
не справиться с -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή..
-
17 mission
['miʃən]1) (a purpose for which a person or group of people is sent: His mission was to seek help.) αποστολή2) (the purpose for which (one feels) one was born: He regards it as his mission to help the cause of world peace.) αποστολή,καθήκον3) (a group of people sent to have political and/or business discussions: a Chinese trade mission.) αποστολή4) (a place where missionaries live.) ιεραποστολή5) (a group of missionaries: a Catholic mission.) ιεραποστολή• -
18 пересылка
-и θ.1. αποστολή•пересылка письма αποστολή γράμματος•
пересылка денег по почте αποστολή χρημάτων ταχυδρομικώς.
2. αλληλοαποστολή (δεμάτων, γραμμάτων κ.τ.τ.).3. φυλακή προσωρινής κάθειρξης τμήμα μεταγωγών.εκφρ.по -е – (για μεταφορά στην εξορία)• παλ. • με συνοδεία (φρουράς). -
19 отправка
1. свз. η αποστολή 2. (отгрузка) (η φόρτωση και) η αποστολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отправка
-
20 задание
задание с 1) η αποστολή η εντολή, η παραγγελία (поручение ) 2) το γύμνασμα (упражнение ) το μάθημα (школьное)* * *с1) η αποστολή; η εντολή, η παραγγελία ( поручение)
См. также в других словарях:
ἀποστολή — sending off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστολή — η 1. το να στέλνει κανείς κάτι: H πρώτη αποστολή τσιμέντων έφτασε στον προορισμό της. 2. αυτό που στέλνεται: Παραλάβαμε και τη δεύτερη αποστολή τηλεοράσεων. 3. έκτακτο έργο που ορισμένοι αναλαμβάνουν ή τους το αναθέτουν: Εμπορική αποστολή έφυγε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
ἀποστολῇ — ἀποστολῆι , ἀποστολεύς one who dispatches masc dat sg (epic ionic) ἀποστολή sending off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἀποστολαῖς — ἀποστολή sending off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαῖσιν — ἀποστολή sending off fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαί — ἀποστολή sending off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολήν — ἀποστολή sending off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολῶν — ἀποστολή sending off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek